αθροιστικός

αθροιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με την άθροιση: Είχε κάμει μερικά αθροιστικά σφάλματα.
2. ως όρος στη γραμματική «αθροιστικά ονόματα» (αλλιώτικα «περιληπτικά»), αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία: Βουλή (βουλευτές), στρατός (στρατιώτες), πόλη (πολίτες) κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀθροιστικός — given to accumulation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀθροιστικά — ἀθροιστικός given to accumulation neut nom/voc/acc pl ἀθροιστικά̱ , ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc/acc dual ἀθροιστικά̱ , ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικόν — ἀθροιστικός given to accumulation masc acc sg ἀθροιστικός given to accumulation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικαί — ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικοί — ἀθροιστικός given to accumulation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικοῦ — ἀθροιστικός given to accumulation masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικήν — ἀθροιστικός given to accumulation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικῶς — ἀθροιστικός given to accumulation adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”